ναυλολόγιο

ναυλολόγιο
το
ναυτ.
1. κατάλογος που αναγράφει τις τιμές τών ναύλων κατά είδος εμπορευμάτων και μονάδα όγκου
2. πίνακας που περιέχει τις τιμές τών ναύλων μεταφοράς προσώπων ή εμπορευμάτων με πλοία τών ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, ο οποίος καταρτίζεται από το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και ισχύει μόνο για μια ορισμένη χρονική περίοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + -λόγιο*. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιον νέων ιδεών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”